προφητικός

προφητικός
-ή, -ό / προφητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προφήτης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔ
β. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην.
γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. «προφητικά αναγνώσματα» ή, απλώς, «τα προφητικά» — περικοπές από τα προφητικά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζονται κατά την Θεία λατρεία, μετά τον 7ο αιώνα κυρίως στον Εσπερινό
μσν.-αρχ.
αυτός που αποτελείται από προφήτες («χορὸς προφητικός», Κλήμ.)
αρχ.
φρ. α) «εἰκὼν χαλκῆ προφητική» — χάλκινη παράσταση σε ένδυμα προφήτη, αναγνωρισμένου χρησμοδότη
β) «προφητικὸν σχῆμα» — η αμφίεση προφήτη, χρησμοδότη σε μαντείο.
επίρρ...
προφητικώς / προφητικῶς ΝΜΑ, και προφητικά Ν
κατά τρόπο προφητικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προφητικός — oracular masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον προφήτη ή που αποτελεί προφητεία: Προφητικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφητικά — προφητικός oracular neut nom/voc/acc pl προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc/acc dual προφητικά̱ , προφητικός oracular fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτερον — προφητικός oracular adverbial comp προφητικός oracular masc acc comp sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτάτων — προφητικός oracular fem gen superl pl προφητικός oracular masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικωτέρων — προφητικός oracular fem gen comp pl προφητικός oracular masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικῶν — προφητικός oracular fem gen pl προφητικός oracular masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικόν — προφητικός oracular masc acc sg προφητικός oracular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικώτατα — προφητικός oracular adverbial superl προφητικός oracular neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφητικαῖς — προφητικός oracular fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”