- προφητικός
- -ή, -ό / προφητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προφήτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προφητεία ή στον προφήτη (α. «προφητικὸς λόγος», ΚΔβ. «ῥήσεις προφητικὰς ἤ λόγους ἀποστολικούς», Ειρην.γ. «προφητικὸς ἀνήρ», Φίλ.)νεοελλ.-μσν.φρ. «προφητικά αναγνώσματα» ή, απλώς, «τα προφητικά» — περικοπές από τα προφητικά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης που διαβάζονται κατά την Θεία λατρεία, μετά τον 7ο αιώνα κυρίως στον Εσπερινόμσν.-αρχ.αυτός που αποτελείται από προφήτες («χορὸς προφητικός», Κλήμ.)αρχ.φρ. α) «εἰκὼν χαλκῆ προφητική» — χάλκινη παράσταση σε ένδυμα προφήτη, αναγνωρισμένου χρησμοδότηβ) «προφητικὸν σχῆμα» — η αμφίεση προφήτη, χρησμοδότη σε μαντείο.επίρρ...προφητικώς / προφητικῶς ΝΜΑ, και προφητικά Νκατά τρόπο προφητικό.
Dictionary of Greek. 2013.